κερδαίνων

κερδαίνων
κερδαίνω
gain
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βίας o Πριηνεύς — (Πριήνη, περ. 620 – 540 π.Χ.).Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Η διδασκαλία του περιέχεται σε αποφθέγματα, όπου εκφράζεται η πικρή πείρα του παρατηρητή της ζωής. Στο ερώτημα π.χ. «τι ποιών άνθρωπος τέρπεται;» απάντησε «κερδαίνων».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”